τσιρλιάρικος

τσιρλιάρικος
-η, -ο
1. τσιρλιάρης (βλ. λ.).
2. μτφ., νερουλιασμένος: Τσιρλιάρικα σταφύλια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τσιρλιάρικος — η, ο, Ν [τσιρλιάρης] 1. τσιρλιάρης 2. μτφ. υδαρής, νερουλιασμένος («τσιρλιάρικα σταφύλια») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”